Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πλάτος, τό


Ερμηνεία:

(του πλάτους, τα πλάτη)[μία από τις τρεις διαστάσεις ενός σώματος, κάθε επίπεδη, ευρεία επιφάνεια]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πλατύς, πλατεία, πλατύ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: